- θερμουργῷ
- θερμουργόςdoing hot and hasty actsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμουργώ — θερμουργῶ, έω (Μ) [θερμουργός] ενεργώ με τόλμη, χωρίς ψυχραιμία … Dictionary of Greek
θερμουργῶι — θερμουργῷ , θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)